Τι μπορούμε να αγοράσουμε στο παζάρι των Χρηματιστηρίων;

Αλίκη Βεγίρη

21 Αυγούστου 2020

Με τα πολύ χαμηλά έως αρνητικά επιτόκια που δίνουν οι τράπεζες στις καταθέσεις, κι εδώ μιλάμε για τις προθεσμιακές, και με τις συντάξεις για όσους μόλις μπαίνουν ή δεν μπορούν ακόμα να μπούνε στην αγορά εργασίας, από εξαιρετικά χαμηλές μέχρι αβέβαιες, η στροφή προς το χρηματιστήριο για την εξασφάλιση των γηρατειών είτε για ένα επιπρόσθετο μηνιαίο εισόδημα μοιάζει να είναι μονόδρομος. Για την στροφή αυτή είχαμε γράψει στο “Προσλήψεις του Χρηματιστηρίου σε διάφορες χώρες και εποχές”.

Για το αν οι επενδύσεις στο χρηματιστήριο είναι στο ίδιο επίπεδο με τα παιχνίδια στο καζίνο και τα «φρουτάκια» είχαμε πάλι αναφερθεί στο «Είναι το Χρηματιστήριο Τζόγος;». Στα κείμενα αυτά αλλά και στα επόμενα είχαμε τονίσει ότι οι επενδύσεις στο χρηματιστήριο χρειάζονται Γνώση, συνεχές διάβασμα και παρατήρηση της συμπεριφοράς των τιμών, αναγνώριση των μεγαλύτερων σχημάτων που επαναλαμβανόμενα σχηματίζουν στο χρόνο, εξάσκηση στην κατανόηση και ανάλυση των θεμελιωδών μεγεθών (financials) μιας εταιρίας, τα βασικά της Τεχνικής Ανάλυσης, ψυχραιμία, υπομονή, αυτοσυγκράτηση και εξοικείωση με τις πιθανότητες. Σας φαίνονται πολλά;
Ε!, δεν γίνεται διαφορετικά αν δεν θέλετε να χάσετε τις οικονομίες σας. Οι επενδύσεις δεν είναι ούτε περίπατος, ούτε τύχη.

Τις τιμές δεν μπορούμε να τις προβλέψουμε, (δείτε για παράδειγμα το Μπορεί η τεχνητή νοημοσύνη (AI) να προβλέψει τις τιμές των μετοχών;) αλλά κάλλιστα μπορούμε να αυξήσουμε τις πιθανότητες και να τις πάρουμε με το μέρος μας. Για το λόγο αυτό χρειαζόμαστε όλα τα προηγούμενα skills.

Εδώ ας ανοίξουμε μια παρένθεση για να εξηγήσουμε τι σημαίνουν τα αρνητικά επιτόκια. Προφανώς δεν σημαίνει ότι πρέπει να δίνουμε ένα μέρος του κεφαλαίου μας πίσω στην τράπεζα. Μπορεί κατόπιν συμφωνίας εξ αρχής να συμβεί και αυτό σε ορισμένες τράπεζες αλλά δεν συνιστά αρνητικό επιτόκιο. Το αρνητικό επιτόκιο προκύπτει όταν ο τόκος που δίνει η τράπεζα σε μια κατάθεση είναι μικρότερος από τον πληθωρισμό. Σήμερα βρισκόμαστε ακριβώς σε ένα τέτοιο περιβάλλον όπως ακριβώς και καθ’ όλη τη δεκαετία μετά την κρίση του 2008.

Πριν κλείσουμε την παρένθεση, ας δούμε και το εξής: Χωρίς να πάρουμε κανένα μέτρο για να αυξήσουμε τις πιθανότητες οι επενδύσεις μας να αποφέρουν κέρδος και να μεγαλώσουν, αυτές παραμένουν στο 50/50. Δηλαδή 50% να κερδίσουμε και 50% να χάσουμε σε κάθε μας πράξη.

Οι πιθανότητες αυτές δεν είναι εξαρτημένες. Το πόσο είναι η πιθανότητα να κερδίσουμε τη μια φορά δεν εξαρτάται από το πόσο ήταν την προηγούμενη. Μπορούμε να κερδίζουμε 10 φορές συνεχώς, αλλά και να χάνουμε 10 φορές στη σειρά. Τελικά ερχόμαστε στο πρόβλημα του μεθυσμένου ο οποίος για χάριν απλότητας κινείται σε 1 διάσταση προς και από ένα στύλο της ΔΕΗ. Μετά από ένα πολύ μεγάλο αριθμό βημάτων η μεγαλύτερη πιθανότητα είναι να βρεθεί στον στύλο, χωρίς να έχει απομακρυνθεί ούτε ένα βήμα.

Το ίδιο συμβαίνει και με τις συναλλαγές στο χρηματιστήριο όταν γίνονται με μόνους οδηγούς την τύχη και την ελπίδα. Στην καλύτερη περίπτωση μετά από χρόνια θα καταλήξουμε στο αρχικό μας κεφάλαιο χωρίς όμως να έχουμε καμιά εγγύηση ότι δεν θα το χάσουμε στο δρόμο με πολλές συνεχόμενες χασούρες.

Όπως και σε κάθε καινούργιο πράγμα στη ζωή, έτσι κι εδώ ο καθένας που θέλει να ξεκινήσει πρέπει να διαβεί το μεγάλο τείχος της άγνοιας και του αγνώστου, ειδικά όταν διακυβεύονται οι οικονομίες του.

Ως προς αυτό υπάρχουν ευτυχώς δυο ασφαλείς και ελεγχόμενες επιλογές εξοικείωσης.

  1. Να δημιουργήσει ένα εικονικό χαρτοφυλάκιο στο οποίο θα προσπαθήσει να χαρτογραφήσει το περιβάλλον των χρηματαγορών και να εξασκήσει για κάποιους μήνες κάποιες στρατηγικές αγοράς/πώλησης μετοχών.

  2. Να ανοίξει έναν λογαριασμό σε κάποια πλατφόρμα που χρεώνει ελάχιστα την χρήση της, με πραγματικές μετοχές και με όσα λίγα χρήματα είναι διατεθειμένος να χάσει χωρίς να στενοχωρηθεί. Η δεύτερη αυτή επιλογή έχει το πλεονέκτημα ότι επειδή κάποιος μπαίνει σε αληθινό περιβάλλον οφείλει να λειτουργεί πιο συγκροτημένα και με μεγαλύτερη περίσκεψη.

Ποια είναι τα προϊόντα στα οποία μπορεί κάποιος να επενδύσει;

Είναι πολλά και δεν είναι όλα τα ίδια. Κάποια ενέχουν μεγαλύτερους κινδύνους και κάποια λιγότερους. Συνήθως οι αποδόσεις είναι ανάλογες του κινδύνου. Για να κερδίσεις περισσότερο πρέπει να αναλάβεις και μεγαλύτερο ρίσκο.

Τέτοια προϊόντα κατά σειρά αυξανόμενου κινδύνου είναι:

  • Τα κρατικά ομόλογα, δηλαδή το χρέος που εκδίδουν τα κράτη. Ομόλογα κρατών με στιβαρή οικονομία, όπως ΗΠΑ, Γερμανία, Γαλλία κλπ δίνουν χαμηλά επιτόκια και είναι υψηλής διαβάθμισης κατά Moodys, Fitch και S&P, δηλαδή ασφαλή από χρεοκοπία. Για παράδειγμα η απόδοση του 10-ετούς κρατικού ομολόγου των ΗΠΑ σήμερα είναι 0.71% , ενώ του δεκαετούς γερμανικού στο -0.493%, (τα αρνητικά επιτόκια για τα οποία μιλήσαμε λίγο πριν).
    Δυστυχώς για τους μικροεπενδυτές τα κρατικά ομόλογα προϋποθέτουν μια ελάχιστη επένδυση 100,000-200,000 δολαρίων ή ευρώ. Ομόλογα χαμηλής πιστοληπτικής ικανότητας έχουν μεγαλύτερες αποδόσεις αλλά εμπίπτουν στην κατηγορία Junk και δεν συνιστώνται παρά μετά από προσεχτική ανάλυση της εταιρίας που τα εκδίδει.
  • Τα εταιρικά ομόλογα, δηλαδή το χρέος που εκδίδουν οι επιχειρήσεις είτε είναι εισηγμένες στο χρηματιστήριο είτε όχι. Σε γενικές γραμμές είναι λιγότερο ασφαλή απ’ ότι τα κρατικά, αλλά υπάρχουν εταιρίες που είναι ασφαλέστερες πολλών κρατών και όχι μόνο αφρικανικών. Τα αμερικανικά εταιρικά ομόλογα σε αντίθεση με τα ευρωπαϊκά προϋποθέτουν μικρότερες ελάχιστες επενδύσεις της τάξης των 1000-2000 δολαρίων και αποδίδουν περισσότερο.
    Αυτό που πρέπει να έχουμε υπ’ όψιν μας είναι ότι η απόδοση ενός οποιουδήποτε ομολόγου είναι αντιστρόφως ανάλογη της τιμής του. Τα ομόλογα εκδίδονται με αρχική τιμή το 1000, ένα δεδομένο επιτόκιο (κουπόνι) το οποίο δεν αλλάζει και μια συγκεκριμένη ημερομηνία λήξης. Όσο πιο περιζήτητα είναι τόσο αυξάνει η τιμή τους και τόσο μειώνεται η απόδοσή τους. Αν αγοράσεις ένα ομόλογο στο χρηματιστήριο στα 1100 δολάρια αντί για 1000, ενώ θα πιστώνεσαι το ίδιο κουπόνι κάθε εξάμηνο ή χρόνο, στη λήξη δεν θα πάρεις πίσω 1100 δολάρια, αλλά 1000. Αυτό που μετράει είναι η απόδοση στη λήξη (yield to maturity, ΥΤΜ) και είναι μικρότερη από την ονομαστική τιμή του κουπονιού αν αγοράσεις το ομόλογο στην αγορά ακριβότερα, και μεγαλύτερη του κουπονιού αν το αγοράσεις φτηνότερα. Το YTM μπορεί να το υπολογίσει κανείς εύκολα online στο internet.
    Τα κουπόνια όλων των ομολόγων φορολογούνται αναλόγως της χώρας έκδοσης με κάποιο ποσοστό. Τα αμερικανικά όμως φορολογούνται στην πηγή με 30% , ποσό που είναι αρκετά τσουχτερό και εξαλείφει ένα μέρος των θετικών ιδιοτήτων τους, όπως υψηλότερα κουπόνια και μικρότερες
    minimum επενδύσεις.
  • Τα ETFs (ExchangeTraded Funds) είναι της ιδίας σύλληψης όπως και τα Αμοιβαία Κεφάλαια (δείτε επόμενη παράγραφο) με τη διαφορά ότι διαπραγματεύονται όπως οι μετοχές σε χρηματιστήρια μετοχών. Ενώ η τιμή ενός μεριδίου αμοιβαίου κεφαλαίου καθορίζεται στο κλείσιμο της αγοράς, στο ETF μεταβάλλεται καθ όλη τη διάρκεια της συνεδρίασης αναλόγως της προσφοράς και ζήτησης και μπορεί να αγοραστεί/πουληθεί στην τιμή που βλέπουμε εκείνη τη στιγμή.. H σύνθεση των ETFs ακολουθεί συγκεκριμένους δείκτες τους οποίους προσπαθεί να αντιγράψει με τις ίδιες μετοχές και τα ίδια περίπου ποσοστά εκάστης. Τα πιο δημοφιλή ETFs είναι το SPY το οποίο προσομοιώνει τον δείκτη S&P500 με ετήσια έξοδα διαχείρισης 0.09% και το QQQ , τον NASDAQ 100 με έξοδα 0.20%.

Τα ETFs πολλαπλασιάζονται σαν τα μανιτάρια διότι αποτελούν ένα ασφαλέστερο μέσο έκθεσης σε έναν κλάδο ή σε ένα πιο περιορισμένο τομέα μετοχών. Π.χ. αν κάποιος θελήσει να επενδύσει σε κινεζικές μετοχές internet μεγάλης κεφαλαιοποίησης, υπάρχει και το αντίστοιχο ETF. Μέχρι το 2019 υπήρχαν στην αγορά περί τα 7,000 ETFs.

  • Τα Αμοιβαία Κεφάλαια (Mutual Funds), τα οποία εκδίδουν τράπεζες και χρηματιστηριακές εταιρίες όπου μεμονωμένοι επενδυτές αγοράζουν μερίδια μιας δεξαμενής κεφαλαίων τα οποία επενδύονται σε συγκεκριμένο είδος μετοχών ή ομολόγων ή σε αμφότερα. Για παράδειγμα υπάρχουν αμοιβαία κεφάλαια με μετοχές από Ασία μόνο, ή από Ευρώπη μόνο, ή μετοχές υψηλής κεφαλαιοποίησης ή με ό,τι συνδυασμό μπορείτε να σκεφτείτε. Η διαχείριση του κεφαλαίου γίνεται από έναν ή ομάδα managers και τα κόστη κατ’ έτος (1%-3% του κεφαλαίου) είναι υψηλά για τον επενδυτή. Πολλές συγκριτικές μελέτες έχουν δείξει ότι τα ETFs (passive management) αποδίδουν περισσότερο από τα αμοιβαία κεφάλαια (active management) και έχουν πολύ χαμηλά κόστη διαχείρισης, 0.05% – 0.5%

  • Οι Μετοχές. Σε αντίθεση με τους κατόχους ομολόγων οι οποίοι αγοράζουν κομμάτι του χρέους μιας εταιρίας οι αγοραστές μετοχών γίνονται ιδιοκτήτες μέρους αυτής, όσο μικρό και να είναι αυτό. Οι περισσότερες εταιρίες μοιράζουν μέρος των κερδών τους στους μετόχους υπό μορφή μερισμάτων. Κάθε χώρα έχει τον δικό της συντελεστή φορολόγησης. Οι ΗΠΑ τα φορολογούν με συντελεστή 30% οπότε θα πρέπει να το γνωρίζετε αυτό εξ αρχής αν σκοπεύετε να αγοράσετε μερισματικές μετοχές. Εταιρίες που είναι νεαρές και θέλουν να αναπτυχθούν δεν μοιράζουν συνήθως μερίσματα. Μερίσματα σε σημαντικό ποσοστό μοιράζουν κυρίως ώριμες εταιρίες όπως για παράδειγμα η Johnson and Johnson.
    Οι μετοχές λόγω μεγαλύτερης διακύμανσης της τιμής (
    volatility) θεωρούνται μεγαλύτερου ρίσκου απ’ όλα τα προηγούμενα προϊόντα. Στα αμερικάνικα χρηματιστήρια διαπραγματεύονται περίπου 7000 εξ αυτών. Οι επενδύσεις σε μετοχές είναι από τις πιο δημοφιλείς, και είναι ένα πεδίο όπου ο καθένας καλείται να αναπτύξει τις στρατηγικές του, τις δεξιότητές του και τον χαρακτήρα του. Σε αυτές θα αφιερώσουμε ένα ξεχωριστό κείμενο λόγω της μεγάλης βιοποικιλότητας και περιπλοκότητας.

  • Ο Χρυσός είτε σε φυσική μορφή, είτε σε μορφή ETF, π.χ. το GLD το οποίο ακολουθεί σχεδόν με ακρίβεια την τιμή του φυσικού χρυσού.

 

**Τα προϊόντα που ακολουθούν είναι αυξημένου ρίσκου και τεχνικής δυσκολίας και δεν συνιστώνται σε αρχάριους, (προσωπική άποψη και σε προχωρημένους).

  • Συμβόλαια μελλοντικής εκπλήρωσης (Options) τα οποία έχουν ορισμένες ημερομηνίες λήξης και διαπραγματεύονται κι αυτά στις αγορές. Χωρίζονται σε δυο μεγάλες κατηγορίες CALLS and PUTS οι οποίες αντιπροσωπεύουν ένα πακέτο 100 μετοχών. Ο αγοραστής μιας CALL option πιστεύει ότι η αντίστοιχη μετοχή θα έχει ανεβεί στην ημερομηνία λήξης της σε μια τιμή μεγαλύτερη την αναγραφόμενης (strike price) οπότε θα έχει το δικαίωμα, αλλά όχι την υποχρέωση να την αγοράσει σ’ αυτή τη χαμηλότερη τιμή. Ο κάτοχος μια PUT option έχει το δικαίωμα να πουλήσει τη μετοχή στην strike price αν η τιμής πέσει κάτω από αυτή στην ημερομηνία λήξης του συμβολαίου.

Οι options αποτελούν κοινό εργαλείο ασφάλισης (hedging) ενός χαρτοφυλακίου από απρόσμενες διακυμάνσεις. Αν και μια λάθος εκτίμηση της πορείας της υποκείμενης μετοχής τις καθιστά ανενεργές και άχρηστες, με αποτέλεσμα να χάνονται άσκοπα χρήματα.

  • FOREX. Αποτελεί ουσιαστικά στοίχημα σχετικά με την μεταβολή της τιμής ενός ζεύγους νομισμάτων. Επειδή οι διακυμάνσεις αυτές στη διάρκεια της μέρας είναι της τάξης του τρίτου / τέταρτου δεκαδικού ψηφίου ο μόνος τρόπος για να πετύχεις κάποιο μετρήσιμο κέρδος είναι να δανειστείς (leverage). Κάποιοι brokers δανείζουν με leverage 200:1 ή και περισσότερο, όπερ σημαίνει ότι με 10 ευρώ μπορείς να δανειστείς 2000. Αν κερδίσεις καλώς. Αν όχι …καταλαβαίνετε το πρόβλημα. Γι αυτό και το Forex δεν κατατάσσεται στις επενδύσεις και καλό είναι να αποφεύγεται.

  • Futures. Είναι κι αυτά συμβόλαια όπως τα options μόνο που εφαρμόζονται σε commodities, όπως πετρέλαιο, ζάχαρη, σόγια, χυμοί κ.α. Παλιά έπαιζαν και οι pork bellies, πρώτη ύλη για την Παρασκευή του bacon, αλλά απ ότι είδα δεν περιλαμβάνονται πλέον στον κατάλογο. Στα συμβόλαια αυτά, σε αντίθεση με τα options η αγορά του φορτίου είναι υποχρεωτική.

Πριν κλείσω την περιήγηση αυτή θα ήθελα να δείξω ένα ενδεικτικό διάγραμμα από το κλασικό βιβλίο «Stocks for the Long Run» του Jeremy Siegel, Professor of Finance at the Wharton School of the University of Pennsylvania, για το πόσο θα είχε αποδώσει $1 αν είχε επενδυθεί το 1802 σε μετοχές, σε ομόλογα, σε ομόλογα των ΗΠΑ, σε χρυσό ή αν είχε κρατηθεί στο σεντούκι. Οι τιμές που βλέπετε στο διάγραμμα είναι σε σταθερές τιμές καταναλωτή.

Το δολάριο αυτό θα είχε αυγατίσει σε $705,000 αν είχε επενδυθεί σε μετοχές, σε $1,778 αν είχε επενδυθεί σε ομόλογα, σε $281 αν είχε επενδυθεί σε αμερικανικά κρατικά ομόλογα και μόλις σε $4.5 αν είχε επενδυθεί σε χρυσό. Η δε αγοραστική αξία του δολαρίου του 1802, το 2002 θα ήταν μόλις 5 σεντς.

Το ένθετο πινακάκι δείχνει για την κάθε μια επένδυση την μέση ετήσια απόδοση.